-
1 εσχατος
3 и 21) крайний, задний(θάλαμος Hom.; τάξις Soph.)
2) отдаленный, далекий, дальний, находящийся на краю света(Αἰθίοπες ἔσχατοι ἀνδρῶν Hom.; γᾶς τόπος Aesch.)
πρὸς τέν ἕω ἔ. Her. — самый восточный;ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς Thuc. — обитающие в самых отдаленных областях государства3) находящийся с краю, крайний(Θρήϊκες ἔσχατοι ἄλλων Hom.; Νείλου κέρας Pind.)
4) конечный, последний, предельный(στήλη Soph.; τέλος καὴ πέρας Arst.)
5) верхнийἐσχάτη πυρά Soph. — верхушка могилы или насыпи
6) крайний, высший, доведенный до высшей степени, величайший(ἀδικία Plat.; δημοκρατία Arst.; κίνδυνος Dem.)
ἔσχατ΄ ἐσχάτων κακὰ λέγειν Soph. — осыпать величайшими оскорблениями;ἐσχάταις ἐλπίσιν Pind. — в отчаянном положении7) последний (по времени)(ἔ. Ἑλλήνων, Ῥωμαίων Plut.; ἡμέρα NT.)
ἔσχαται ῥίζαι ἐν Οἰδίπου δόμοις Soph. — последние отпрыски дома Эдипа8) перен. последний, презреннейшийτὸ λεγόμενον, Μυσῶν ὅ ἔ. Plat. — как говорится, последний из мисийцев
9) лог. меньшийὁ ἔ. ὅρος Arst. — меньшая (малая) посылка (силлогизма)
10) (наиболее) глубоко лежащий, глубоко расположенныйἔσχαται σάρκες Soph. — внутренние органы тела
11) худший, злейший, крайне тяжелый(πόνος καὴ ἀγών Xen.; ἀλγηδόνες Plat.). - см. тж. ἔσχατον и ἔσχατα
-
2 ἔσχατος
A like ἔγ-κατα):I of Space, as always in Hom., farthest, uttermost, extreme, θάλαμος ἔ. the hindmost chamber, Od.21.9 ; at the end of the lines,Il.
10.434, cf.8.225 ; ἔσχατοι ἀνδρῶν, of the Aethiopians, Od.1.23 ;οἰκέομεν..ἔσχατοι 6.205
;ἐσχάτη τῶν οἰκεομένων ἡ Ἰνδική Hdt.3.106
, cf. Th.2.96, etc.;τὸ ἔ. τῆς ἀγορᾶς X.HG3.3.5
;ὑπ'..ἐσχάτην στήλην S.El. 720
; τάξις ἐ. the farthest part of the army, Id.Aj.4 : pl.,ἔσχατα γαίης Hes.Th. 731
;τὰ ἔ. τῶν στρατοπέδων Th.4.96
;ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr. 956
;αἱ ἐπ' ἔσχατα τοῦ ἄστεως οἰκίαι Th.8.95
; ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπικέσθαι from end to end, Hdt.7.100, cf. X.Vect.1.6 ;παρ' ἔσχατα λίμνης Pl.Phd. 113b
, cf. Th.3.106:—in various senses, uppermost,ἐ. πυρά S.El. 900
; lowest, deepest,ἀΐδας Theoc.16.52
;ἅλς AP13.27
(Phal.) ; innermost, ; last, hindmost,ἤλαυνε δ' ἔ. Id.El. 734
; ἐπ' ἐσχάτῳ at the close of a document, PTeb.68.54 (ii B.C.), etc.2 of Degree, uttermost, highest,τὸ ἔ. κορυφοῦται βασιλεῦσι Pi.O.1.113
;ἀνορέαι ἔ. Id.I.4(3).11
;σοφία Lib.Or.59.88
; of misfortunes, sufferings, etc., utmost, last, worst, πόνος, ἀδικία, κίνδυνοι, Pl.Phdr. 247b, R. 361a, Grg. 511d ;ὀδύναι αἱ ἔ. Id.Prt. 354b
; δῆμος ἔ. extreme democracy, Arist.Pol. 1296a2.b Subst., τὸ ἔ., τὰ ἔ., the utmost,ἐς τὸ ἔ. κακοῦ ἀπιγμένοι Hdt.8.52
;τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔ. κακοῦ Id.1.22
; without Art.,ἐπ' ἔσχατα βαίνεις S. OC 217
(lyr.) ;προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Id.Ant. 853
(lyr.) ;ἐπ' ἔ. ἐλθεῖν ἀηδίας Pl.Phdr. 240d
, cf. R. 361d, etc.;ὃ πάντων κακῶν ἔσχατόν ἐστι, τοῦτο πάσχει Id.Phd. 83c
;οἱ τὰ ἔ. πεποιηκότες X.Cyr.8.8.2
; ζημιοῦσθαι πᾶσι τοῖς ἐ., Lat. extremis suppliciis, Pl.Plt. 297e ; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά worst of possible evils, S.Ph.65, cf. Philem.178 ;εἰς τὰ ἔ. ἐληλυθώς UPZ60.12
(ii B.C.) : [comp] Comp.οὔτε γὰρ τοῦ ἐσχάτου -ώτερον εἴη ἄν τι Arist.Metaph. 1055a20
: [comp] Sup. - ώτατος f.l. in X.HG2.3.49, cf. Phryn.51 ;τὰ -ώτατα Phld.Hom.p.320
.3 of Persons, lowest, meanest, D.S.8.18, D.C.42.5, Alciphr.3.43 : prov., οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔ., i.e. the meanest of mankind, Magnes 5, cf. Philem.77 ; in Pl.Tht. 209b it seems to mean the remotest of mankind, cf. πρὸς ἐσχάτην Μυσῶν v.l. in App.Prov.2.85 (παρὰ τοῖς ἐ. τῆς Μυσίας Apostol.8.1
); similarlyοὐδὲ τὸν ἔσχατον Καρῶν Plu.2.871b
.4 of Time, last, ἐς τὸ ἔ. to the end, Hdt.7.107, Th.3.46; ἔ. πλόος, ναυτιλίαι, the end of it, Pi.P.10.28, N.3.22 ; ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας over the last scion of the race, S.Ant. 599 (lyr.); ἔ. Ἑλλήνων, Ῥωμαίων, Plu.Phil.1, Brut.44 : neut. ἔσχατον, as Adv., for the last time, S.OC 1550 ; finally, best of all, 1 Ep.Cor.15.8; at the latest,ἔ. ἐν τρισὶ μησίν SIG1219.11
(Gambreion, iii B. C.), cf. Inscr.Prien.4.45 (iv B. C.); εἰς τὴν ἐσχάτην at the last, LXXEc.1.11 ; ἐπ' ἐσχάτῳ ib.2 Ki.24.25, al.: Subst. ἐσχάτη, ἡ, end,οὐχ ἕξεις ἐ. καλήν Astramps.Orac.21.4
, cf. 40.3.5 in the Logic of Arist., τὰ ἔ. are the last or lowest species, Metaph.1059b26, or individuals, ib.998b16, cf. AP0.96b12, al.;τὸ ἔ. ἄτομον Metaph.1058b10
.II Adv. - τως to the uttermost, exceedingly,πῦρ ἐ. καίει Hp. de Arte8
;ἐ. διαμάχεσθαι Arist.HA 613a11
;ἐ. φιλοπόλεμος X.An.2.6.1
;φοβοῦμαί σ' ἐ. Men.912
, cf. Epicur.Ep. 1p.31U.b - τως διακεῖσθαι to be at the last extremity, Plb.1.24.2, D.S.18.48 ;ἔχειν Ev.Marc.5.23
;ἀπορεῖν Phld.Oec.p.72J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔσχατος
См. также в других словарях:
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek